παιχνιδίζω

παιχνιδίζω
παιχνίδισα, κουνιέμαι πέρα δώθε, σαλεύω με διάθεση να παίξω: Τα μάτια του μωρού παιχνιδίζουν μπροστά στο αναμμένο κερί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιχνιδίζω — παιχνιδίζω, παιχνίδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παιχνιδίζω — και παιγνιδίζω [παιχνίδι / παιγνίδι] 1. κινούμαι ελαφρά πέρα δώθε («ηλιαχτίδες παιχνιδίζανε στα μαλλιά της») 2. μτφ. φέρομαι σαν παιδί, παιδιαρίζω …   Dictionary of Greek

  • κυματίζω — (AM κυματίζω) [κύμα] προκαλώ κυματισμό, σηκώνω κύματα, κάνω κύματα νεοελλ. μτφ. κινώ κάτι ή κινούμαι κυματοειδώς («η σημαία κυματίζει») μσν. 1. χτυπώ, προσκρούω 2. (για τα μάτια) ανοιγοκλείνω γνέφοντας, παιχνιδίζω 3. φρ. «κυματίζω τὴν γλῶσσάν… …   Dictionary of Greek

  • παιγνιδίζω — βλ. παιχνιδίζω …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδισμα — και παιγνίδισμα, το [παιχνιδίζω] 1. εύθυμο παίξιμο, κίνηση ή έκφραση παιχνιδιάρικη («τα φιλάκια ασώτευες / τα παιχνιδίσματά σου», Παλαμ.) 2. μτφ. γοργή ή ρυθμική κίνηση («το παιχνίδισμα τού κύματος») …   Dictionary of Greek

  • παιχνιδάω — και παιγνιδάω [παιχνίδι / παιγνίδι] παιχνιδίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”